- εγκατασκευάζω
- ἐγκατασκευάζω (AM)κατασκευάζω σ' έναν τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκατασκευάσῃ — ἐγκατασκευάζω prepare in aor subj mid 2nd sg ἐγκατασκευάζω prepare in aor subj act 3rd sg ἐγκατασκευάζω prepare in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευάζει — ἐγκατασκευάζω prepare in pres ind mp 2nd sg ἐγκατασκευάζω prepare in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευαζόμενος — ἐγκατασκευάζω prepare in pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευασθεῖσαν — ἐγκατασκευάζω prepare in aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευασθείς — ἐγκατασκευάζω prepare in aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευασθῆναι — ἐγκατασκευάζω prepare in aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευάζεσθαι — ἐγκατασκευάζω prepare in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευάζηται — ἐγκατασκευάζω prepare in pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευάζων — ἐγκατασκευάζω prepare in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκευῆς — ἐγκατασκευάζω prepare in fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)